- λαγούμι
- και λαούμι, το1. υπόνομος, οχετός, βόθρος, καταβόθρα2. γαλαρία, στοά μεταλλείου ή υπόγειο όρυγμα που ανοίγεται για να τοποθετηθούν εκρηκτικές ύλες που προορίζονται για ανάφλεξη.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. lağim].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λαγούμι — το ιού (λ. τουρκ.), υπόγειο τούνελ, υπόνομος: Στην πόλη υπήρχαν πολλά λαγούμια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Хормовитис, Костас — Костас или Констинтинос Хормовитис, он же Лагумидзис (греч. Κωνσταντίνος Χορμοβίτης Λαγουμιτζής; 1781, Хормово, Северный Эпир ?) известный греческий сапёр, участник Освободительной войны Греции 1821 1829 годов, спас… … Википедия
ρυγχοκέφαλα — (Rhynchocephalia). Τάξη ερπετών, που ανήκουν στα λεπιδοσαύρια. Ο κυριότερος εκπρόσωπός τους είναι το γένος σφηνόδους, ένα από τα πιο πρωτόγονα ερπετά, του οποίου υπάρχει μόνο ένα είδος ο σφηνόδους ο στικτός. Η διάκριση ανάμεσα στο σφηνόδοντα και… … Dictionary of Greek
σήραγγα — Υπόγειο τμήμα σιδηροδρομικής γραμμής, τροχιόδρομου ή δρόμου. Οι σήραγγες διασχίζουν υψώματα, προστατεύουν τις σιδηροδρομικές γραμμές ή τους δρόμους σε εδάφη που κατολισθαίνουν ή διοχετεύουν την κίνηση των οχημάτων κάτω από την επιφάνεια των… … Dictionary of Greek
στοά — Κτίριο ή χώρος μιας μεγαλύτερης οικοδομής, ανοιχτό προς το εξωτερικό και διαρρυθμισμένο στην εξωτερική του όψη, από μία ή περισσότερες κιονοστοιχίες. Πρόκειται συνήθως για χώρο ανοιχτό στο κοινό για συναντήσεις, συναθροίσεις ή και για την πώληση… … Dictionary of Greek
υπόνομος — ο / ὑπόνομος, ον, ΝΑ, και θηλ. υπόνομος, η, Ν το αρσ. ως ουσ. 1. υπόγειος οχετός ή υπόγεια στοά για την αποχέτευση τών ακάθαρτων και όμβριων υδάτων 2. υπόγειο πέρασμα (α. «οι πολιορκούμενοι επικοινωνούσαν με τις άλλες πόλεις με υπονόμους» β.… … Dictionary of Greek
lagum — lagúm (lagấm), s.n. (înv.) mină, galerie sub pământ. Trimis de blaurb, 29.06.2006. Sursa: DAR lagúm (lagúmuri) s.n. – Mină, galerie sau pasaj subteran. – var. lagîm. Mr. lăgăme. tc. lagum, lagim (Şeineanu, II, 232; Cihac, II, 589: Lokotsch… … Dicționar Român
υπόνομος — ο 1. υπόγεια στοά ή οχετός για αποχέτευση των ακάθαρτων νερών, αμάρα: Καθαρίζουν τους υπονόμους. 2. τρύπα σε πέτρωμα γεμάτη από εκρηκτική ύλη για εκτέλεση λατομικών έργων, φουρνέλο, μίνα: Είναι έτοιμοι οι υπόνομοι για έκρηξη. 3. υπόγειο αμυντικό… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)